prohibition

Prohibition – Όταν το ποτό ήταν παράνομο

Η επικύρωση της 18ης Τροποποίησης του Συντάγματος των ΗΠΑ, η οποία απαγόρευσε την παραγωγή, μεταφορά και πώληση οινοπνευματωδών ποτών, επικύρωσε στην ουσία μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους στην αμερικανική ιστορία, γνωστή ως Prohibition (Ποτοαπαγόρευση). Ξεκίνησε ουσιαστικά στις 17 Ιανουαρίου του 1920 και κράτησε για 13 ολόκληρα χρόνια, αφήνοντας αμέτρητες πληγές στην κοινωνία και την οικονομία των ΗΠΑ. Αν και υπήρχε ένα όλο και αυξανόμενο κινήμα εγκράτειας κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, η Ποτοαπαγόρευση ήταν δύσκολο να επιβληθεί, παρά το ψήφισμα του νόμου κατά του αλκοόλ, γνωστό και ως νόμος Volstead (Volstead Act). Η αύξηση της παράνομης παραγωγής και πώλησης οινοπνευματωδών ποτών, γνωστή ως bootlegging (λαθρεμπόριο), ο πολλαπλασιασμός των speakeasies bars (καταστήματα ή νυχτερινά κέντρα που πωλούσαν αλκοόλ), η παράλληλη αύξηση της βίας των συμμοριών καθώς και σωρεία άλλων εγκλημάτων, οδήγησε σε εξασθένιση της υποστήριξης για απαγόρευση μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1920. Στις αρχές του 1933, το Κογκρέσο ενέκρινε ψήφισμα προτείνοντας την 21η Τροποποίηση του Συντάγματος, που θα καταργούσε την 18η. Επικυρώθηκε προς το τέλος του έτους, φέρνοντας την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης στο τέλος της, στις 5 Δεκεμβρίου του 1933 (Repeal Day).

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΠΟΤΟΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ

Στην δεκαετία του 1820 και του 1830, ένα κύμα θρησκευτικής αναβίωσης σάρωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που οδήγησε σε αυξημένες εκκλήσεις για εγκράτεια, καθώς και άλλα κινήματα ”τελειομανείας”, όπως την κατάργηση της δουλείας. Το 1838, η πολιτεία της Μασαχουσέτης ψήφισε ένα νόμο εγκράτειας για την απαγόρευση της πώλησης οινοπνευματωδών ποτών, σε ποσότητες μικρότερες από 15 γαλόνια (68,19 λίτρα). Αν και ο νόμος καταργήθηκε δύο χρόνια αργότερα, έθεσε ένα προηγούμενο για μια τέτοια νομοθεσία. Η πολιτεία Maine πέρασε τον πρώτο κρατικό νόμο ποτοαπαγόρευσης το 1846 και μια σειρά από άλλες πολιτείες ακολούθησαν έως τη στιγμή που ο εμφύλιος πόλεμος άρχισε το 1861.

Με την αλλαγή του αιώνα, οι ομάδες εγκράτειας ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι στις κοινότητες σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι γυναίκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο κίνημα εγκράτειας, καθώς το αλκοόλ θεωρήθηκε ως μια καταστροφική δύναμη για οικογένειες και γάμους. Το 1906, ένα νέο κύμα επιθέσεων ξεκίνησε εναντίον της πώλησης οινοπνευματωδών ποτών, με επικεφαλής την Anti-Saloon League (ιδρύθηκε το 1893), τις οποίες ωθεί από τη μία η αντίδραση στην αστική ανάπτυξη, καθώς και από τη άλλη η άνοδος των Ευαγγελιστών Προτεσταντών και η άποψή τους ότι οι θαμώνες των σαλούν είναι διεφθαρμένοι και ασεβείς. Επιπλέον, πολλοί ιδιοκτήτες εργοστασίων, συμπεριλαμβανομένων των Φορντ και Ροκφέλερ, υποστηρίζαν την απαγόρευση εκφράζοντας την επιθυμία πρόληψης των ατυχημάτων και αύξησης της αποδοτικότητας των εργαζομένων τους, σε μια εποχή αυξημένης βιομηχανικής παραγωγής και διευρυμένου ωραρίου.

PROHIBITION

Το 1917, μετά την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Πρόεδρος Woodrow Wilson επιβάλλει μια προσωρινή απαγόρευση, προκειμένου να σώσει σιτηρά για την παραγωγή τροφίμων. Την ίδια χρονιά, το Κογκρέσο υπέβαλε για επικύρωση την 18η Τροπολογία, η οποία απαγόρευσε την παραγωγή, μεταφορά και πώληση οινοπνευματωδών ποτών. Αν και το Κογκρέσο είχε ορίσει προθεσμία επτά ετών για τη διαδικασία, η τροποποίηση έλαβε την υποστήριξη των απαραίτητων 3/4 των μελών σε μόλις 11 μήνες.

Επικυρώθηκε στις 29 Ιανουαρίου, το 1919, και η 18η Τροποποίηση τέθηκε σε ισχύ ένα χρόνο αργότερα, ημερομηνία κατά την οποία  33 πολιτείες είχαν ήδη θεσπίσει τη δική τους νομοθεσία ποτοαπαγόρευσης. Τον Οκτώβριο του 1919, το Κογκρέσο ψήφισε τον Εθνικό Νόμο Απαγόρευσης (National Prohibition Act), ο οποίος έδωσε τις κατευθυντήριες γραμμές για την ομοσπονδιακή επιβολή της απαγόρευσης. Υπερασπίστηκε από τον Αντιπρόσωπο του Μισισιπή Andrew Volstead, πρόεδρο της House Judiciary Committee και η νομοθεσία έμεινε ευρύτερα γνωστή ως νόμος Volstead.

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΤΟΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ

Τόσο η ομοσπονδιακή όσο και η τοπική αυτοδιοίκηση αγωνίστηκαν να επιβάλουν την απαγόρευση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Η επιβολή είχε αρχικά ανατεθεί στην Υπηρεσία Εσωτερικού Εισοδήματος (IRS), και αργότερα μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Σε γενικές γραμμές, η απαγόρευση επιβλήθηκε πολύ πιο έντονα σε περιοχές όπου ο πληθυσμός ήταν υπέρ τις νομοθεσίας, κυρίως αγροτικές περιοχές και μικρές πόλεις και πολύ πιο χαλαρά στις αστικές περιοχές. Παρά τα πολύ πρόωρα σημάδια της επιτυχίας, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης στις συλλήψεις για μέθη και τη μείωση έως 30% στην κατανάλωση αλκοόλ, όσοι ήθελαν να συνεχίσουν να πίνουν, έβρισκαν όλο και πιο εφευρετικούς τρόπους για να το κάνουν. Η παράνομη κατασκευή και πώληση οινοπνευματωδών ποτών (boodleging) συνεχίστηκε για όλη τη δεκαετία, μαζί με τη λειτουργία των speakeasies, το λαθρεμπόριο αλκοόλ σε όλη την επικράτεια και την άτυπη παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών («moonshine» ή «μπανιέρα τζιν”) σε ιδιωτικές κατοικίες.

Επιπλέον, η εποχή της Ποτοαπαγόρευσης ενθάρρυνε την αύξηση της εγκληματικής δραστηριότητας που σχετίζεται με το λαθρεμπόριο. Το πιο διαβόητο παράδειγμα ήταν στο Σικάγο, ο γκάνγκστερ Αλ Καπόνε, ο οποίος κέρδιζε το εντυπωσιακό ποσό των 60 εκατομμυρίων δολλαρίων ετησίως από λαθρεμπόριο και speakeasies. Τέτοιες παράνομες ενέργειες τροφοδότησαν μια αντίστοιχη αύξηση στη βία των συμμοριών, συμπεριλαμβανομένης της Σφαγής της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου στο Σικάγο το 1929, στην οποία αρκετοί άντρες ντυμένοι ως αστυνομικοί (πιστεύεται ότι σχετίζονταν με τον Καπόνε) πυροβόλησαν και σκότωσαν μια ομάδα ανδρών αντίπαλης συμμορίας.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΤΟΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ

Η υψηλή τιμή του λαθραίου ποτού σήμαινε ότι για την εργατική τάξη και τους φτωχούς η κατανάλωση ήταν μάλλον απαγορευτική κατά τη διάρκεια Ποτοαπαγόρευσης, από ό,τι στη μεσαία ή ανώτερη τάξη των Αμερικανών. Ακόμη και οι δαπάνες για την επιβολή του νόμου αυξάνονταν συνεχώς προς τα πάνω, με αποτέλεσμα σταδιακά να υποχωρεί η υποστήριξη στην Ποτοαπαγόρευση από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Επιπλέον, φονταμενταλιστικές και τοπικιστικές δυνάμεις είχαν αποκτήσει μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στα κινήματα εγκράτειας, με αποτέλεσμα να αποξενωθούν τα πιο μετριοπαθή μέλη τους.

Με τη χώρα βυθισμένη στη Μεγάλη Ύφεση (Great Depression) του 1932, η δημιουργία θέσεων εργασίας και τα έσοδα από τη νομιμοποίηση της βιομηχανίας οινοπνευματωδών ποτών άρχισαν να συζητούνται σοβαρά σαν προοπτική. Ο υποφήφιος των Δημοκρατικών Φραγκλίνος Ρούσβελτ έτρεξε την καμπάνια του για πρόεδρος εκείνη τη χρονιά καλώντας τον κόσμο να τον υποστηρίξει κατά της Ποτοπαγόρευσης και κέρδισε εύκολα τη νίκη επί του νυν προέδρου Χέρμπερτ Χούβερ. Η νίκη του Ρούσβελτ σήμαινε το τέλος για την Ποτοαπαγόρευση και τον Φεβρουάριο του 1933 το Κογκρέσο ενέκρινε ψήφισμα προτείνοντας την 21η Τροποποίηση του Συντάγματος που θα καταργούσε την 18η. Η Τροποποίηση υποβλήθηκε στα μέλη και τον Δεκέμβριο του 1933 η Γιούτα παρείχε την 36η και τελική απαραίτητη ψήφο για την επικύρωση. Αν και μερικές πολιτείες συνέχισαν να απαγορεύουν το αλκοόλ μετά το τέλος της Ποτοαπαγόρευσης, όλοι την εγκατέλειψαν έως το 1966.

WHISKEY BUSINESS

Το λαθρεμπόριο άνθησε την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης και αυτό το διευκόλυνε αρκετά το γεγονός ότι στα βόρεια σύνορα ο Καναδάς συνέχιζε να παράγει νόμιμα και να εφοδιάζει με συνεχή ροή τις διψασμένες ΗΠΑ. Ειδικά το Canadian Club έκανε χρυσές δουλειές μια και υπολογίζεται ότι 1000 μπουκάλια από αυτό πέρναγαν τα σύνορα κάθε μέρα. Η δημοτικότητα του καναδικού, σκωτσέζικου και ιρλανδικού whiskey σήμερα, θα μπορούσε να αποδωθεί σε εκείνη την εποχή, όπου εγχώρια ποτά δεν υπήρχαν.

Ένα άλλο σημαντικό κομμάτι παράνομης παραγωγής το ανέλαβαν οι moοnshiners. Πάντα ενεργοί στην απόσταξη, από την εποχή που μπήκε φόρος στο whiskey, βρήκαν μια ακόμη ευκαιρία για επιπλέον εισόδημα. Μια ζωή στην παρανομία, ανέπτυξαν μέσα στην Ποτοαπαγόρευση ιδιαίτερες μεθόδους αποφυγής του νόμου. Καταρχάς μετέτρεπαν οτιδήποτε μπορούσε να υποστεί ζύμωση σε ποτό. Οι εγκαταστάσεις τους ήταν λυώμενες, για να μεταφέρονται γρήγορα οπουδήποτε. Χρησιμοποιούσαν μόνο επαρχιακούς δρόμους και τα οχήματά τους ήταν “πειραγμένα” για να τρέχουν περισσότερο. Οι οδηγοί ηταν γρήγοροι και ριψοκίνδυνοι για να ξεφεύγουν από την αστυνομία. Τρανό παράδειγμα ο Junior Johnson, όπου αφού μετέφερε για χρόνια παράνομο αλκοόλ με τρελές ταχύτητες, μετά την Ποτοαπαγόρευση έγινε επαγγελματίας οδηγός αγώνων και θρύλος του NASCAR.

prohibition

© The Curious Bartender

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟ WHISKEY

Μια από τις εξαιρέσεις του νόμου ήταν η παραγωγή whiskey για φαρμακευτικούς σκοπούς. Μερικά αποστακτήρια όπως τα American Medicinal Spirits (Old Grand-Dad), Brown-Forman (Jack Daniel’s, Old Forester), Frankfort Distilleries (Four Roses σήμερα), Schenley Industries (Buffalo Trace σήμερα), συνέχισαν να παράγουν περιορισμένες ποσότητες για ιατρικούς λόγους. Συγκεκριμένοι παραγωγοί whiskey είχαν αδειοδοτηθεί από την κυβέρνηση για την εμφιάλωση “φαρμακευτικού” whiskey. Η τακτική τους ήταν η συσκευασία σε ειδικά μπουκάλια ενός pint (0,57 λίτρα), με ένα μεγάλο καπάκι για δοσολογία στην κορυφή του. Οι ”άρρωστοι” άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να προμηθεύονται ένα pint από whiskey 100-proof (50% αλκοολικοί βαθμοί) κάθε δέκα ημέρες, με $3 και τη συνταγή να τοποθετείται στο πίσω μέρος του μπουκαλιού. Και τι θα μπορούσε να αρρωστήσει κάποιον και να πάρει την πολύτιμη συνταγή τότε; Λοιπόν, λίγο πολύ ότι μπορεί να οδηγήσει σε ένα μπουκάλι και τους σημερινούς ανθρώπους. Δύσκολες στιγμές στην εργασία, να χάσει η αγαπημένη του ομάδα, ο/η σύντροφός του να τον τρελαίνει, ή απλά ανία, ήταν μερικές από τις 27 “ασθένειες” για να διαλέξει κάποιος την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης.

PROHIBITION GOES CINEMA

Μια τόσο ταραγμένη εποχή δεν θα μπορούσε να μην απασχολήσει τους σεναριογράφους και σκηνοθέτες του Hollywood. Από την πολύ μεγάλη λίστα θα προτείνουμε “αυθαίρετα” 9 ταινίες και 1 τηλεοπτική σειρά που πρέπει οπωσδήποτε να δείτε και μας μεταφέρουν όσο καλύτερα γίνεται το κλίμα της εποχής.

THE PUBLIC ENEMY (1931) (σκην. William A. Wellman / πρωτ. James Cagney, Jean Harlow)

SCARFACE: THE SHAME OF A NATION (1932) (σκην. Howard Hawks / πρωτ. Paul Muni, Ann Dvorak Boris Karloff)

SOME LIKE IT HOT (1959) (σκηνBilly Wilder / πρωτ. Marilyn Monroe, Tony Curtis, Jack Lemmon)

ONCE UPON A TIME IN AMERICA (1984) (σκην. Sergio Leone / πρωτ. Robert De Niro, James Woods, Elizabeth McGovern)

THE UNTOUCHABLES (1987) (σκην. Brian De Palma / πρωτ. Kevin Costner, Sean Connery, Robert De Niro)

MILLER’S CROSSING (1990) (σκην. Joel & Ethan Coen / πρωτ. Gabriel Byrne, John Turturro, Albert Finney)

LAST MAN STANDING (1996) (σκην. Walter Hill / πρωτ. Bruce Willis, Christopher Walken)

ROAD TO PERDITION (2002) (σκην. Sam Mendes / πρωτ. Tom Hanks, Paul Newman)

LAWLESS (2012) (σκην. John Hillcoat / πρωτ. Tom Hardy, Shia LaBeouf, Guy Pearce)

BOARDWALK EMPIRE (2010-2014) (πρωτ. Steve Buscemi, Kelly Macdonald, Michael Shannon)

Boardwalk Empire prohibition

Boardwalk Empire © HBO

 

Άρθρο: Γιάννης Μηλιώνης